μπανυάνος

μπανυάνος
ο, θηλ. μπανυάνα
(όρος που χρησιμοποιείται κυρίως στις ελλ. παροικίες τής Μεγάλης Βρετανίας και τής Αφρικής) ινδός, ινδουιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ινδική λ. (πρβλ. μπανιάν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”